ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ, ΑΓΓΕΛΕ ΔΕΛΗΒΟΡΡΙΑ

Tην Παρασκευή 27 Απριλίου στις 2μ.μ., στο Α’ Νεκροταφείο, δεν αποχαιρετούμε απλώς έναν σπουδαίο επιστήμονα κλασικής αρχαιολογίας, εξαιρετικό ακαδημαϊκό και οραματιστή ηγέτη του Μουσείου Μπενάκη. Αποχαιρετούμε κυρίως τον δάσκαλό μας, τον άνθρωπο που με αγνό πάθος έριξε μέσα μας τον σπόρο της αναζήτησης, τον άνθρωπο που μας πήρε από το χέρι για να μας μυήσει σταθερά και γενναιόδωρα στα μυστικά της επιστήμης του και της τέχνης! Άγγελε Δεληβορριά, χάρη στη δική σου οπτική η τέχνη έπαψε να φαντάζει είδος μουσειακό, απρόσιτο και ελιτίστικο, η δική σου διεισδυτική ματιά έδωσε πνοή στα έργα που μας σύστησες και που ως νεοφώτιστοι φοιτητές επιχειρήσαμε -χάρη στη δική σου θέληση- να αγγίξουμε σα νάταν παρόντα και δίπλα μας. Άγγελε Δεληβορριά, σε ευχαριστούμε από καρδιάς!

Αναδημοσιεύουμε το γλαφυρό κείμενο της συναδέλφου μας Γωγώς ΒαρζελιώτηΟ καθηγητής μας Άγγελος Δεληβορριάς

Έχουν περάσει παραπάνω από 25 χρόνια, όταν περιμέναμε στο αμφιθέατρο της Φιλοσοφικής Σχολής για το πρώτο μάθημα έναν καινούργιο καθηγητή, τον Άγγελο Δεληβορριά. Φυσικά, είχε προηγηθεί η φήμη του, και στα πηγαδάκια του κυλικείου ακούγονταν διάφορες ιστορίες. Είμαστε πάρα πολύ νέοι, παιδιά 19 χρονών, στην ουσία λέγαμε ό,τι είχαμε ακούσει από τους γονείς μας κι από τους φίλους τους. Κάποιου ο πατέρας είχε γνωρίσει τον Δεληβορριά όταν ήταν αρχαιολόγος στη Λακωνία, μια συμφοιτήτριά μας είχε μια θεία ζωγράφο που κάποτε είχαν συνεργαστεί, άλλος ήξερε κάποιον που ήταν φίλοι οικογενειακοί, ο πατέρας μιας κοπέλας ήταν συμφοιτητής του, πολλές ιστορίες – απ̕ ό,τι φαινόταν, εκείνος ο Δεληβορριάς θα πρέπει να ήταν κάποιος πολύ κοινωνικός άνθρωπος. 
Και πράγματι, ήταν. Μας πλησίασε με προσήνεια αλλά και αυστηρότητα, και πολύ σύντομα μας κέρδισε. Όλοι θέλαμε να είμαστε άριστοι, μελετούσαμε, τρέχαμε στις βιβλιοθήκες – πολύ απαιτητικός καθηγητής. Που θα πει, γραπτό διαγώνισμα, αφού πρώτα είχαμε παραδώσει την εργασία μας και περάσει την προφορική εξέταση. Μερόνυχτα διαβάσματος, κι αν ξεχνούσαμε κάτι στα προφορικά; Περισσότερο μας ένοιαζε η ντροπή, τί θα σκεφτεί για μας, παρά ο κακός βαθμός. Πόσα όμως μας έδειξε, πόσα μάθαμε, πώς άλλαξε η ματιά μας. Τα αρχαία γλυπτά απέκτησαν ψυχή και χαρακτήρα: χαμογελούσαν, σκέπτονταν, πενθούσαν, βιάζονταν, φορούσαν τα καλά τους για να πάνε στην Αγορά. Οι βυζαντινές και οι μεταβυζαντινές εικόνες έπαψαν να μας θυμίζουν εκκλησία. «Δείτε αυτό το ωραίο λουλουδάκι, τί λεπτό, την ωραία πόλη από πίσω, τη μελαγχολία της Παναγίας, το στέμμα της αγίας Αικατερίνης και τα ακριβά της κοσμήματα, τα πανέμορφα ενδύματα που φορούσε στα κορίτσια ο Τσαγκαρόλας και τα ζωηρά χρώματα του Πουλάκη». Εικόνες της καθημερινής ζωής προέβαλαν κι εμείς βλέπαμε τον Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα, στη Ραβέννα, σαν σκηνές από σινεμά. Η αναγέννηση, το κιάρο-σκούρο, το μπαρόκ, οι ιμπρεσιονιστές, τα χρώματα, πώς ταιριάζουν μεταξύ τους: «φορέστε μια φούστα καφέ με ένα πράσινο πουκάμισο: σίγουρος συνδυασμός – σκεφτείτε τον κορμό ενός δέντρου και το φύλλωμά του. Τα πάντα εν σοφία εποιήθησαν στη φύση». Και μαζί, ο λαϊκός μας πολιτισμός, ώρες συζήτησης για ένα μουσείο στα Γιάννενα που είχε πρόσφατα επισκεφθεί, οι καλύβες των Σαρακατσάνων, στίχοι από δημοτικά τραγούδια, ο δεκαπεντασύλλαβος. Και πάντα μαζί, οι αντίστοιχες μουσικές, τα σχετικά θεατρικά κείμενα, η αρχιτεκτονική. Ιστορία της τέχνης ίσον ιστορία των τεχνών, ιστορία της αισθητικής, διαμόρφωση γούστου. 
Κάποιες Κυριακές, ξεναγήσεις στα Μουσεία και μετά συχνά βόλτες στην πόλη. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο το μάθαμε απʼ έξω κι ανακατωτά, το Μουσείο Μπενάκη έγινε δεύτερο σπίτι μας, η παρατήρηση του αστικού τοπίου συνήθεια, που κάποιοι δεν εγκαταλείψαμε ποτέ. Σκέψου πώς ήταν τα Εξάρχεια όταν εκεί που σήμερα, δίπλα στα ταλαιπωρημένα νεοκλασσικά, αντί για πολυκατοικίες, έβλεπες κι άλλα νεοκλασσικά και πάντως μόνο κανονικά σπίτια και η Αθήνα ήταν μια κανονική πόλη; Κι όλα αυτά, μέσα σε σύννεφα καπνού και πάντα μ̕ ένα ποτήρι καφέ ή κρασί στο χέρι – ανάλογα με την ώρα και την περίσταση. 
Πίστευε στις απεριόριστες δυνατότητες του ανθρώπου και το είχε εφαρμόσει πρώτα στον εαυτό του: εργαζόταν ακατάπαυστα και νόμιζες ότι μπορούσε να καταφέρει τα πάντα. Όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του δεν τον σταματούσε τίποτα. Ένας πραγματικά αναγεννησιακός άνθρωπος: αρχαιολόγος της ανασκαφής και της υπαίθρου, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο, διευθυντής του υπερ-Μουσείου Μπενάκη, ακάματος ερευνητής κι επιστήμονας, γι̕ αυτό και μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. 
Τον αγαπούσαμε πολύ, και μας αγαπούσε· γι̕ αυτό, ακόμα κι αφού πήραμε το πτυχίο μας χαιρόμαστε πάντα όταν τον συναντούσαμε, παρόλο που είχαμε καιρό να τον δούμε. Όσοι συνεχίσαμε τις σπουδές μας στο εξωτερικό τον αναζητούσαμε όταν ερχόμαστε στην Αθήνα όχι τόσο για το επιστημονικό του σχόλιο -πάντοτε καίριο- αλλά για την αστείρευτη αισιοδοξία του και την εμπιστοσύνη που έδειχνε στις δυνάμεις μας. Φυσικά και θα τα καταφέρναμε, ποιός άλλος θα έκανε αυτή τη διατριβή αν όχι εμείς; Και γρήγορα, να μην αργούμε, «η διατριβή είναι σαν τις παιδικές ασθένειες, πρέπει να την περάσεις όσο μικρότερος γίνεται». Πόσο σωστό, σκέπτομαι ύστερα από τόσα χρόνια. Η χαρά του όταν προοδεύαμε, τόσο στα ακαδημαϊκά όσο και στα προσωπικά μας, ήταν μεγάλη κι εκφραζόταν με πλατειές αγκαλιές που έκλειναν σφιχτά, πολλά φιλιά και δυνατά, γαργαριστά γέλια. Μέχρι την επόμενη φορά. Σε μια εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο ή στην Ακαδημία, στα εγκαίνια των εκθέσεων του Μουσείου, στην ταβέρνα ενός μικρού χωριού στον Πάρνωνα – ναι, ακόμα κι εκεί έχουμε συναντηθεί κάποτε!
Τώρα που η αυτονόητη επόμενη φορά δεν υπάρχει πια, μας λείπει ήδη. Θα μας λείψουν σίγουρα αυτές οι μεγάλες, οι τεράστιες αγκαλιές, τα δυνατά φιλιά και τα γαργαριστά γέλια. Όπως και οι ωραίες κουβέντες του. Ένα βράδυ, πριν από δυο-τρία χρόνια, σε ένα αντάμωμα συναδέλφων σε ένα μικρό εστιατόριο στο κέντρο της πόλης, θέλησε να μάθει τα νέα μου: πώς είμαι, τί γράφω αυτόν τον καιρό, τί διδάσκω φέτος. Η κουβέντα μοιραία άνοιξε και σε άλλα, κι ήρθε στις δυσκολίες του Πανεπιστημίου, του Μουσείου, της χώρας. Ο Δεληβορριάς, μη θέλοντας η συζήτησή μας να με απογοητεύσει, να μου κόψει τη φόρα, όπως θα έλεγε, σκεπτικός, μου έδωσε χαμηλόφωνα αλλά εμφαντικά, την καλύτερη συμβουλή: «Όταν τα πράγματα γύρω σου είναι δύσκολα, όταν κλυδωνίζονται οι αξίες και δοκιμάζονται οι πάντες και τα πάντα, ξέρεις τί πρέπει να κάνεις εσύ; Μόνο ένα πράγμα: να κάνεις τη δουλειά σου. Να κοιτάς μπροστά και να κάνεις τη δουλειά σου. Εγώ αυτό έκανα πάντα». 
Ας το θυμόμαστε. Ας τον θυμόμαστε.

Γωγώ Βαρζελιώτη

Σχολιάστε

Συνδεθείτε για να δημοσιεύσετε το σχόλιο σας:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: